- αγκιστρωτός
- -ή, -όαυτός που μοιάζει με άγκιστρο ή έχει άγκιστρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγκιστρωτός — ή, ό (Α ἀγκιστρωτός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα αγκίστρου, ο αγκιστροειδής αρχ. (για βέλη) αυτός που έχει αγκιστροειδή αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀγκιστροῦμαι, νεοελλ. αγκιστρώνω] … Dictionary of Greek
ἀγκιστρωτά — ἀγκιστρωτός barbed neut nom/voc/acc pl ἀγκιστρωτά̱ , ἀγκιστρωτός barbed fem nom/voc/acc dual ἀγκιστρωτά̱ , ἀγκιστρωτός barbed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκιστρωτόν — ἀγκιστρωτός barbed masc acc sg ἀγκιστρωτός barbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκιστρώνω — (AM ἀγκιστροῡμαι, όομαι) 1. συλλαμβάνω με αγκίστρι 2. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι 3. δίνω σε κάτι το σχήμα αγκίστρου, κάμπτω 4. κρεμώ κάτι από άγκιστρο, γαντζώνω νεοελλ. μσν. έλκω, αιχμαλωτίζω αρχ. 1. (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2 (για ψάρια)… … Dictionary of Greek
γαντζωτός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα γάντζου, αγκιστρωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)